πρόσρημα

πρόσρημα
-ήματος, τὸ, Α [προσλέγω]
1. καθετί που απευθύνεται σε κάποιον ως προσφώνηση, ως προσαγόρευση, ως χαιρετισμός («οὐκ ὀρθοῡ ὄντας τοῡ προσρήματος, τοῡ χαίρειν», Πλατ.)
2. ονομασία, επίκληση.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • πρόσρημα — address neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προσρημάτων — πρόσρημα address neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προσρήμασι — πρόσρημα address neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προσρήμασιν — πρόσρημα address neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προσρήματα — πρόσρημα address neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προσρήματι — πρόσρημα address neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προσρήματος — πρόσρημα address neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”